Φοράει μαύρα ρούχα και δεν μπορεί να κάθεται για πολύ ώρα στο σπίτι. Βρήκε στη γωνιά ενός συρταριού κι εκείνο το δαχτυλίδι του με τα πέντε ρουμπίνια που της έφερε από την Ασία, τότε στο δυστυχισμένο ταξίδι του, απ' το παζάρι. Το φορεσε πρώτη της φορά. Το κοιτά και τα μετρά στον παράμεσο. Πρώτο ρουμπίνι, η σταγόνα το αίμα της μήτρας της, τελευταίο, της σκέψης του, της αυτόχειρης σκέψης του το αίμα. Ο άντρας που μαζί του ζει δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει. Μπορεί και ν' αρνιέται να καταλάβει, ποτέ της δεν ξέρει τίποτα για την δική του ψυχή.
Τριγυρνά και γυρίζει όλη μέρα και του γράφει μέσα της σημειώματα. Μπαίνει σε άδειες εκκλησίες του Αυγούστου και προσεύχεται απ' τις γωνιές. "Μου φεύγεις όταν σε ζητώ και με κατέχεις όταν σου φεύγω". Κλαίει και κλαίει και για τους δυο τους. Για την ίδια πιο πολύ όσο θα κυλά ο καιρός. Τόσο εγωίστρια!
"Ο έρωτας είναι άγριο πράγμα", της έλεγε. "Θέλω να σου ορκιστώ πως την αγριότητά του, αν χρειαστεί, μονάχα κατά πάνω μου θα τη στρέψω". "Κι εγώ; Τι πρέπει να κάνω εγώ;". "Εσύ μόνο να υπάρχεις."
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου